περίρρους

Revision as of 11:06, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

-ουν, contr. for περίρροος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
contr. att.
baigné de tous côtés.
Étymologie: περιρρέω.

Greek Monolingual

-ουν, και -οος, -οον, Α περιρρέω
1. αυτός που βρέχεται από παντού, περίρρυτος, περιβρεχόμενος
2. αυτός που τρέχει, που κυλά ολόγυρα, από όλα τα μέρη, που περιβρέχει κάτι
3. το αρσ. ως ουσ.περίρρους
α) η περιρροή
β) διάρροια, υδαρής αποπάτηση, περίρροια.

Middle Liddell

περίρ-ρους, ουν, = περίρρυτος, Hdt.]