λιγύπνους

Revision as of 11:07, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

-ουν, contr. for λιγύπνοος.

Greek Monolingual

λιγύπνοιος και λιγύπνοος, -οον και λιγύπνους, -ουν (Α)
(για άνεμο) αυτός που πνέει με διαπεραστικό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -πνοιος / -πνους (< πνοιά / πνοή), πρβλ. δίπνοιος / θεόπνους].