Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἡ, A v.l. for κυνέα in Ps.-Dsc.4.190. II v. κυνέη.
κῠνία: ἡ, = κυνοκράμβη, Διοσκ. 4. 192.
κυνία, ἡ (Α)βλ. κυνέα.
κυνία -ας, ἡ Aeol. voor κυνέη.