κυνία
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ἡ,
A v.l. for κυνέα in Ps.-Dsc.4.190.
II v. κυνέη.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνία: ἡ, = κυνοκράμβη, Διοσκ. 4. 192.
Greek Monolingual
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνία -ας, ἡ Aeol. voor κυνέη.
German (Pape)
ἡ, = κυνοκράμβη.