προδιακρίνω

Revision as of 17:05, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

English (LSJ)

A v.l. for προδιευκρινέω (q.v.).

German (Pape)

[Seite 715] (s. κρίνω), vorher unterscheiden, Sext. Emp. pyrrh. 2, 69.

Greek (Liddell-Scott)

προδιακρίνω: διακρίνω πρότερον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 68· Βεκκῆρ. προδιευκρινέω.

Greek Monolingual

Α
(πιθ. δ. ανάγν.) προδιευκρινῶ.

Russian (Dvoretsky)

προδιακρίνω: предварительно различать Sext.