σύϊνος

Revision as of 17:10, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

English (LSJ)

η, ον, v.l. in X.An.4.4.13 for σύειον.

Greek (Liddell-Scott)

σύϊνος: -η, -ον, διάφορ. γραφ. ἐν Ξεν. Ἀναβ. 4. 4, 13 ἀντὶ σύειον.

Greek Monolingual

-ΐνη, -ον, Α
σύειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλ-ινος)].

Russian (Dvoretsky)

σύϊνος: свиной (Xen. - v. l. к σύειος).