σύειος

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύειος Medium diacritics: σύειος Low diacritics: σύειος Capitals: ΣΥΕΙΟΣ
Transliteration A: sýeios Transliteration B: syeios Transliteration C: syeios Beta Code: su/eios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον, (σῦς) of swine, χρῖμα σ. hogs'-lard, X.An.4.4.13; τὰ σ. (sc. κρέα) Luc.Hist.Conscr.20; σ. δίκτυα hunting nets, Aen. Tact.11.6.

German (Pape)

[Seite 972] vom Schweine; Xen. An. 4, 4, 13; Luc. hist. conscr. 20.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de porc ; τὰ σύεια (κρέα) viande de porc.
Étymologie: σῦς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύειος -α -ον [σῦς] van varkens, varkens-.

Russian (Dvoretsky)

σύειος: свиной (χρῖσμα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

σύειος: -α, -ον, (σῦς) χοίρειος, χοίρινος, Λατ. suilles, χρῖσμα σ. λίπος χοίρειον, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 14 (ἔνθα ὁ Murat. σούσινον)· τὰ σύεια (ἐξυπακ. κρέα) Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 20· σ. δίκτυα, θηρευτικὰ δίκτυα, βρόχοι, Αἰν. Τακτ. 11.

Greek Monolingual

-εία, -ον Α σῡς
χοιρινός, γουρουνήσιος (α. «χρῖμα... σύειον», Ξεν.
β. «σύεια δίκτυα» — δίχτια θηρευτικά, βρόχοι, Αιν.).

Greek Monotonic

σύειος: -α, -ον (σῦς), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγριογούρουνα, χοιρινός, Λατ. suillus, σε Ξεν., Λουκ.

Middle Liddell

σύειος, η, ον [σῦς]
of swine, Lat. suillus, Xen., Luc.