χειρίδιον

Revision as of 17:13, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

English (LSJ)

τό, A glove for rubbing the body, Antyll. ap. Orib.6.18.5; χειριδίων v.l. for χειρίδων in Gal.6.230.

German (Pape)

[Seite 1345] τό, dim. von χειρίς, Aermelchen, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

χειρίδιον: ὑποκοριστ. τοῦ χειρίς, «μανίκι», Ἀπόκρυφ. Πράξεις Πέτρου καὶ Παύλου 47, Δωρόθ. 1632C. 2) χειρόμακτρονεἶδος χειροκτίου πρὸς τρῖψιν τοῦ σώματος, ξηραὶ τρίψεις διά τε σινδόνων ἢ χειριδίων, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβάσ. 1. 494.