χειρίς

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρίς Medium diacritics: χειρίς Low diacritics: χειρίς Capitals: ΧΕΙΡΙΣ
Transliteration A: cheirís Transliteration B: cheiris Transliteration C: cheiris Beta Code: xeiri/s

English (LSJ)

ῖδος, ἡ,
A a covering for the hand, glove, Od.24.230, X.Cyr.8.8.17, Clearch. 14.
2 covering for the arm, loose sleeve, such as the Persians wore, ἐπικατήμενος χειρίδι πλέῃ (χειρὶ διπλῇ codd.) ἀργυρίου Hdt.6.72, cf. X. HG2.1.8, Cyr.8.3.14, PLips.40 iii 23 (iv A.D.); used also by the Gauls, Plu.Oth.6; by tragedians, Luc.JTr.41.
3 = χειρίδιον, Agathin. ap. Orib.10.7.18, Gal.6.187. (On the accent v. Hdn.Gr.2.437; χειρῖδας Od.l.c.)

German (Pape)

[Seite 1345] ίδος, ἡ, Bedeckung der Hand, Handschuh; Od. 24, 230; Xen. Cyr. 8, 8,17; gew. Bedeckung des Armes, Aermel, Her. 6, 72, Xen. Hell. 2, 1,8, Luc. Iov. Trag. 41 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ῖδος (ἡ) :
1 gant;
2 longue manche des vêtements persans ou gaulois, ou de vêtements à l'usage des acteurs tragiques.
Étymologie: χείρ.

Russian (Dvoretsky)

χειρίς: ῖδος и ίδος ἡ
1 рукавица Hom., Xen.;
2 рукав Her., Xen., Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

χειρίς: ῖδος, ἡ, κάλυμμα τῆς χειρὸς ἐκ δέρματος, εἶδος κηπουρικοῦ χειροκτίου, χειρῑδάς τ’ ἐπὶ χερσὶ βάτων ἕνεκ’ Ὀδ. Ω. 230, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 17· ἀλλὰ καὶ κάλυμμα τῆς ὅλης χειρός, ἢ μᾶλλον τοῦ βραχίονος καὶ τοῦ πήχεως, «μανίκι», μάλιστα δὲ μακρὰ καὶ εὐρεῖα χειρίς, μανίκα, οἵαν εἶχον οἱ Πέρσαι, Λατ. manica (πρβλ. κόρη IV), ἐπικατήμενος χειρίδι πλέῃ ἀργυρίου Ἡρόδ. 6. 72, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 8, Κύρ. 8. 3, 13· ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς Γαλάταις, Πλουτ. Ὄθων 6· παρὰ τοῖς ἐν τραγῳδίᾳ ὑποκριταῖς, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 41. 2) = χειρίδιον, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 2. 399. [Αἱ πλάγιαι πτώσεις συνήθως γράφονται παροξυτόνως χειρίδος ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, ὡς συνήθιζον οἱ Ἀντιγραφεῖς νὰ τονίζωσι τὰς ὁμοίας λέξεις, ἴδε Lehrs εἰς Ἡρῳδιαν. περὶ διχρ. σ. 371].

English (Autenrieth)

ῖδος: pl., probably loose or false sleeves, bound over the hands instead of gloves, Od. 24.230†.

Greek Monolingual

-ῖδος, ἡ, ΜΑ
βλ. χειρίδα.

Greek Monotonic

χειρίς: -ῖδος, ἡ (χείρ), κάλυμμα για το χέρι, γάντι, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.· επίσης, κάλυμμα του χεριού, μανίκι, όπως αυτά που φορούσαν οι Πέρσες, Λατ. manica, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

χειρίς, ίδος, ἡ, χείρ
a covering for the hand, a glove, Od., Xen.: also a covering for the arm, a loose sleeve, such as the Persians wore, Lat. manica, Hdt.