κρυφιότης

Revision as of 17:39, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

English (LSJ)

ητος, ἡ, A secrecy, obscurity, Suid. s.v. ἀδηλία, Sch.Opp.H.2.258, Sch.E.Ph.1214.

German (Pape)

[Seite 1516] ητος, ἡ, die Heimlichkeit, Verborgenheit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κρῠφιότης: -ητος, ἡ, ἰδιότης τοῦ κρυφίου, μυστικότης, Διον. Ἀρεοπ. σ. 8, 13, 18, κτλ., Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀδηλία, κλ.

Greek Monolingual

κρυφιότης, -ητος, ή (AM) κρύφιος
μυστικότητα.