ἀνδρὸς αἰδοῖον, Hsch. s.v. κόθημα.
κότιλον (Α)(κατά τον Ησύχ.) το πέος, το αιδοίο του άνδρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κοτίλιον].