τεττίγιον

Revision as of 17:55, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

English (LSJ)

[ῑγ], τό, A small τέττιξ (v. τέττιξ 1.2), or more prob. a coin stamped with a τέττιξ, τεττίγια χρυσᾶ δύο IG11(2).158A5, cf. 36 (Delos, iii B.C.): in literal sense, Hsch. s.v. κερκώπη.

Greek (Liddell-Scott)

τεττίγιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τέττιξ, μικρὸς τέττιξ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κερκώπη.

Greek Monolingual

τὸ, Α τέττιξ, -ιγος]
1. μικρός τέττιξ, μικρός τζίτζικας
2. νόμισμα πάνω στο οποίο απεικονιζόταν μικρός τέττιξ.