τεττίγιον
From LSJ
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
English (LSJ)
[ῑγ], τό, small τέττιξ (v. τέττιξ 1.2), or more prob. a coin stamped with a τέττιξ, τεττίγια χρυσᾶ δύο IG11(2).158A5, cf. 36 (Delos, iii B.C.): in literal sense, Hsch. s.v. κερκώπη.
Greek (Liddell-Scott)
τεττίγιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τέττιξ, μικρὸς τέττιξ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κερκώπη.
Greek Monolingual
τὸ, Α τέττιξ, -ιγος]
1. μικρός τέττιξ, μικρός τζίτζικας
2. νόμισμα πάνω στο οποίο απεικονιζόταν μικρός τέττιξ.