σύρβα
English (LSJ)
A v. τύρβα. συρβάβυττα, topsy-turvy, Ar.Fr.866. σύρβη, ἡ, v. τύρβη. II = αὐλοθήκη, Hsch. s.v. συρβηνεύς.
German (Pape)
[Seite 1039] adv., = τύρβα, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
σύρβᾰ: ἡ, ἴδε τύρβα.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. βλ. τύρβα.