τύρβα

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύρβᾰ Medium diacritics: τύρβα Low diacritics: τύρβα Capitals: ΤΥΡΒΑ
Transliteration A: týrba Transliteration B: tyrba Transliteration C: tyrva Beta Code: tu/rba

English (LSJ)

Adv., (τύρβη) pell-mell, in confusion, [ὗς] τρέπουσα τύρβ' ἄνω κάτω A.Fr.311.3; also σύρβα, Hsch., cf. συρβάβυττα.

German (Pape)

[Seite 1164] adv., durch einander, verwirrt, drunter und drüber; Aesch. frg. 321, τρέπουσα τύρβ' ἄνω κάτω; auch σύρβα.

Russian (Dvoretsky)

τύρβᾰ: adv. беспорядочно, вперемешку Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

τύρβᾰ: Ἐπίρρ., (τύρβη) pêle-mêle, συγκεχυμένως, ἀναμίξ, ὗς... τρέπουσα τύρβ’ ἄνω κάτω Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321. 8· ὡσαύτως σύρβα, Ἡσύχ., ὅστις ἑρμηνεύει τὴν λέξιν «μετὰ θορύβου», πρβλ. Φώτ. ἐν λέξ. συρβηνεύς.

Greek Monolingual

και σύρβα Α
επίρρ.
1. ανάμικτα, ανάκατα, συγκεχυμένα
2. (κατά τον Ησύχ.) «μετὰ θορύβου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύρβη / σύρβη «σύγχυση» + επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. σάφα)].

Translations

confusion

Arabic: اِلْتِبَاس‎; Hijazi Arabic: لخبطة‎, حوسة‎, خربطة‎; Armenian: շփոթ; Assamese: খেলিমেলি, আউল; Bulgarian: объ́ркване, бъркотия; Catalan: confusió; Chinese Mandarin: 混亂/混乱; Czech: zmatek; Danish: forvirring, forvirrelse; Dutch: verwarring, war; Esperanto: konfuzo; Finnish: sekaannus, epäselvyys, hämmennys; French: confusion, désordre; German: Verwirrung, Durcheinander, Konfusion, Verwechslung; Greek: σύγχυση, μπέρδεμα; Ancient Greek: ἀδιαληψία, ἀκαταστασία, ἀκοσμία, ἀκρισία, ἀλαλία, ἀλλοδοξία, ἀλογία, ἀλογίη, ἀνακύκλησις, ἀναστροφή, ἀναφυρμός, ἀνάχυσις, ἀντεμπλοκή, ἄνω ποταμῶν, ἀσάφεια, ἀσυστασία, ἀταξία, ἀταξίη, Βαβέλ, διασκορπισμός, διαστροφή, διατροπή, δίνη, δυσωπία, ἐκβρασμός, ἔκπληξις, ἐξαπόρησις, ἐπάλλαξις, ἐπιπλοκή, ἐπιτάραξις, θόρυβος, καταφθορά, κλόνος, κυκηθμός, ξύγχυσις, ὄμιλλος, ὅμιλος, πολυμιγία, ῥόθος, σύγχυσις, σύμφυρσις, τάραγμα, ταραγμός, τάραξις, ταραχή, τύρβα, τύρβασμα, τύρβη, φυρμός; Hebrew: בִּלְבּוּל‎; Hindi: गड़बड़; Hungarian: zavar, összevisszaság; Icelandic: ruglingur, brengl; Italian: confusione, disordine; Japanese: 混乱; Khmer: ល្បែ; Korean: 혼란(混亂); Ladino: embroyo, dubarina, enredijo, mareo, taburra; Latin: tumultus; Malay: kekeliruan; Maori: matangerengere, kaumingomingo, pōkaikaha; Polish: zamieszanie, chaos; Portuguese: confusão; Romanian: confuzie; Russian: путаница, неразбериха, беспорядок; Slovak: zmätok, chaos; Spanish: confusión; Telugu: తడబాటు; Tocharian B: traike; Ushojo: وار خطئ