ἀσυνάντητος

Revision as of 18:03, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

English (LSJ)

ον, A not to be met, unsocial, Hsch. s.v. ἀξύμβλητον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνάντητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συναντήσῃ, ἀκοινώνητος, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀξύμβλητον.

Spanish (DGE)

-ον que no admite trato Hsch.s.u. ἀξύμβλητον.

Greek Monolingual

και ασυναπάντητος, -η, -ο
εκείνος τον οποίο δεν συναντά κανείς.