πρωτομηνία

Revision as of 18:29, 5 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

only in Dor. form πρᾱτομηνία (q.v.).

Greek Monolingual

η / πρωτομηνία, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρατομηνία Α
η πρώτη μέρα κάθε μήνα, αρχιμηνιά
μσν.
μέρα που ως αρχή νέας χρονικής περιόδου περιβάλλεται από ορισμένες συνήθειες που, κατά την παράδοση, μπορούν να επηρεάσουν την αίσια έκβασή της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -μηνία (< -μηνός < μήν, μηνός)].