μενεφύλοπις

Revision as of 10:45, 11 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[ῡ], ιος, ὁ, ἡ, A staunch in battle, AP6.84 (Paul. Sil.), prob. cj. in Doroth. in Cat.Cod. Astr.8(4).223.

German (Pape)

[Seite 132] = μενέμαχος, Paul. Sil. 49 (VI, 84).

Greek (Liddell-Scott)

μενεφύλοπις: [ῡ], -ιος, ὁ, ἡ, = μενεπτόλεμος, Ἀνθ. Π. 6. 84.

Greek Monolingual

μενεφύλοπις, -ιος, ό, ἡ (Α)
αυτός που αντέχει τον πόλεμο, ο καρτερικός στη μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε- (βλ. μένω) + φύλοπις «μάχη, κραυγή μάχης»].

Greek Monotonic

μενεφύλοπις: [ῡ], -ιος, ὁ, ἡ, = μενεπτόλεμος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μενεφύλοπις: ιος (φῡ) adj. стойкий в бою Anth.

Middle Liddell

μενε-φύ¯λοπις, ιος, ὁ, ἡ, = μενεπτόλεμος, Anth.]