φύλοπις
English (LSJ)
[ῡ], ιδος, acc. ιδα and ιν (v. infr.), ἡ, battle-cry, din of battle, freq. in Hom., ἔγειρε δὲ φύλοπιν αἰνήν Il.5.496, cf. 4.65, al.; φυλόπιδα στήσειν πολέμοιο Od.11.314, cf. Hes.Sc.114, Il.13.635; πόλεμος καὶ φ. 4.15,82; νεῖκος φυλόπιδος 20.141.—Ep. word, used once by S.El. 1072 (lyr.), and in a mock oracle, Ar.Pax1076: pl., φυλόπιδας προτέρων ὕμνησαν ἀοιδοί Theoc.16.50.
German (Pape)
[Seite 1316] ιδος, ἡ (nach den alten Erkl. von φῦλον ὄψ), Schlachtgeschrei, Schlachtgetümmel, Feldschlacht; oft bei Hom.; gew. αἰνή genannt; neben dem gew. acc. φύλοπιν braucht er auch einmal den seltenen φυλόπιδα, Od. 11, 314, wie Hes. Sc. 114; φύλοπις πολέμου Il. 13, 635 Od. 11, 314; öfter φύλοπις καὶ πόλεμος, wie Il. 4, 15. 82. 18, 242; νεῖκος φυλόπιδος 20, 141; Streit übh., Soph. El. 1061, Orak. bei Ar. Pax 1041.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
acc. ιδα ou ιν;
1 primit. cri de guerre, litt. « cri de tribu » ; bataille, mêlée ; p. méton. troupe de combattants, armée;
2 p. ext. querelle, discorde.
Étymologie: φῦλον, ὄψ.
Russian (Dvoretsky)
φύλοπις: ιδος (ῡ) ἡ (эп. acc. φύλοπιν и φυλόπιδα) столкновение, битва (Τρώων καὶ Ἀχαιῶν Hom.): φ. πολέμοιο, πολέμος καὶ φ. и νεῖκος φυλόπιδος Hom. военная схватка, ожесточенное сражение; διπλῆ φ. Soph. взаимный раздор; φυλόπιδες προτέρων Theocr. войны древних народов.
Greek (Liddell-Scott)
φύλοπις: [ῡ], ιδος, αἰτ. ιδα καὶ ιν, ἡ, κραυγὴ ἢ βοὴ τῆς μάχης, ἀϋτὴ πολέμου, μάχη, συχν. παρ’ Ὁμ., ἔγειρε δὲ φύλοπιν αἰνὴν Ἰλ. Ε. 496, πρβλ. Δ. 65, κτλ.· φυλόπιδα Ὀδ. Λ. 313, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 114· φ. πολέμου Ἰλ. Ε. 635, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· φ. καὶ πόλεμος Ὀδ. Δ. 15, 82· νεῖκος φυλόπιδος Υ. 141. ― Ἐπικ. λέξις ἐν χρήσει ἅπαξ παρὰ Σοφ. (Ἠλ. 1071) ἐν λυρικῷ χωρίῳ· καὶ ἐν παρῳδουμένῳ χρησμῷ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1075· πληθ., Θεόκρ. 16. 50. (Ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι δυνατὸν νὰ προέκυψεν ἐκ τοῦ φῦλον καὶ τῆς √ΟΠ, op-us, οἱονεὶ «ἔργον τῆς φυλῆς». ― Κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμ. 802, 33: «φύλοπις, μάχη· τροπῇ τοῦ μ εἰς π· παρὰ τὸ ὁμοῦ τὰ φῦλα εἶναι, φύλομίς τις οὖσα»).
English (Autenrieth)
ιδος, acc. -ιν, -ιδα, Od. 11.314; combat, din of battle; usual epithet, αἰνή, also ἀργαλέη, κρατέρη, Od. 16.268; πολέμοιο, Il. 13.635.
Greek Monolingual
-όπιδος, ἡ, Α
ο θόρυβος, ο σάλαγος της μάχης («κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντῃ ὀτρύνων μαχέσασθαι, ἔγειρε δὲ φύλοπιν αἰνήν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. άγνωστης ετυμολ. Διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί, ήδη από την αρχαιότητα, συνδέουν συνήθως τη λ. με τη λ. φῦλον, πιθ. και λόγω της μακρότητας του -ῡ- στον τ. φύλοπις (η οποία, όμως, μπορεί να οφείλεται σε μετρικούς λόγους), διαφοροποιούνται, ωστόσο, μεταξύ τους ως προς την ερμηνεία του τ. Έτσι έχει προταθεί η σύνδεση του δεύτερου τμήματος της λ. φύλ-οπις με τ. όπως: ὄψ, ὀπός «κραυγή, φωνή», ὄπις «τιμωρία, σεβασμός, υπακοή» (< ρίζα okw- «βλέπω», οπότε η σημ. του φύλοπις θα ήταν «εχθρική ματιά»), λατ. opus, operis «έργο», καθώς και με το ρ. λέπω «ξεφλουδίζω» (μέσω τ. φυλο-λοπίς με απλολογία). Ωστόσο, όλες αυτές οι απόψεις δεν θεωρούνται ικανοποιητικές, κυρίως από σημασιολογική άποψη].
Greek Monotonic
φύλοπις: [ῡ], -ιδος, αιτ. -ιδα και -ιν, ἡ, κραυγή μάχης, βοή μάχης, μάχη, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
Middle Liddell
φύ¯λοπις, ιδος,
the battle-cry, din of battle, battle, Hom. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
φύλοπις: -ιδος, -ιδα, -ιν
{phúlopis}
Grammar: f.
Meaning: Kampf (ep. seit Il., danach vereinzelt bei S., Ar., Theok.; ausführlich Trümpy Fachausdrücke 165 f.).
Etymology: Altes, nur in der epischen Tradition fortlebendes Wort, ohne Etymologie. Im Altertum als Kompositum aus φῦλον und ὄπα (ὄσσα) Stimme aufgefaßt, weder semantisch noch formal (man hätte *φυλωπις erwartet) besonders einleuchtend. An φῦλον denken begreiflicherweise auch die modernen Erklärer bei verschiedenen Deutungen des Hintergliedes: zu op- in lat. op-s, opus (Curtius 276); zu ὄπις böser Blick, d.h. Feindschaft (Porzig Satzinhalte 352); aus *φυλολοπις zu λέπω abprügeln (Schwyzer Glotta 12, 22 A. 1, fragend; ähnlich Prellwitz); alles ganz hypothetisch. Für fremde Herkunft Autran Homere I (Paris 1938) 33; auch dies nicht wahrscheinlich. Die Länge des υ kann metrisch bedingt sein. — Ein anderes absterbendes, sicher altererbtes Wort für Kampf ist ὑσμίνη; daneben die neueren πόλεμος und μάχη
Page 2,1051-1052