μολπαῖος

Revision as of 08:45, 14 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")

English (LSJ)

ον, A tuneful, ἀοιδάν Erinn.6.7.

German (Pape)

[Seite 200] zum Gesange gehörig, sangreich, ἀοιδά, Erinn. 3 (VII, 712).

Greek (Liddell-Scott)

μολπαῖος: -α, -ον, ἢ ος, ον, ὁ ἀνήκων εἰς μολπήν, ἀοιδή Ἤριννα 5.

Greek Monolingual

μολπαῖος, -ον (Α) μολπή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μολπή, αρμονικός, μελωδικός.

Russian (Dvoretsky)

μολπαῖος: певучий (ἀοιδή Anth.).