ποδόνιπτρον
English (LSJ)
later for ποδανιπτήρ (vessel for washing the feet in, footpan).
German (Pape)
[Seite 643] τό, sp. Form statt ποδάνιπτρον, Iambl., s. Lob. Phryn. 689.
Greek Monolingual
τὸ, Μ
λεκάνη για το πλύσιμο τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ποδάνιπτρον.