πετροβολάω
Greek Monolingual
πετροβολώ, πετροβολάω και πετροβολέω / πετροβολῶ, πετροβολέω, ΝΜΑ πετροβόλος
σημαδεύω κάποιον με πέτρες, λιθοβολώ («με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
1. ρίχνω σε κάποιον κάθε είδους μικρά αντικείμενα («να μάσω μοσχοκάρυδα να τήν πετροβολήσω»)
2. μτφ. εκτοξεύω διάφορες κατηγορίες ή συκοφαντίες εναντίον κάποιου.