καταπάλμενος

Revision as of 16:50, 19 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "nisi leg." to "nisi leg.")

English (LSJ)

καταπηδήσας, Hsch.; of a waterfall, AP9.326 cod. (Leon.): nisi leg. κατεπ-, A v. κατεφάλλομαι.

Greek Monolingual

καταπάλμενος, ὁ (Α)
1. (ποιητ. τ.) (για καταρράκτη) αυτός που πηδά ή χύνεται προς τα κάτω
2. (κατά τον Ησύχ.) «καταπάλμενος
καταπηδήσας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί κατεφάλμενος < κατεφάλλομαι].