(AM ἐνθάπτω)θάβω, ενταφιάζω, χώνω στη γημσν.μτφ. κρύβω μέσα σε κάτι («τὴν φλογερὰν τῶν ἀνθρώπων ἁμαρτίαν ἀναλαβών ἐνθάπτει Ἰορδάνου τοῖς νάμασι», Μηναία).