επιρρέπω

Revision as of 18:00, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

Greek Monolingual

ἐπιρρέπω (Α) ρέπω
1. τείνω, πλησιάζω κάτι («ἡμῑν δ’ αἰπὺς ὄλεθρος ἐπιρρέπῃ», Ομ. Ιλ.)
2. απρόσ. ἐπιρρέπει
πέφτει στον κλήρο κάποιου, τυχαίνει, λαχαίνει
3. έχω έμφυτη κλίση για κάτι
4. (μτβ.) δίνω κλίση σε κάτι, κάνω κάτι να γείρει
5. στέλνω κάτι εναντίον, κάνω κάτι να στραφεί εναντίον κάποιου («οὒ τἂν δικαίως τῇδ’ ἐπιρρέποις πόλει μῆνίν τιν’... ἤ βλάβην στρατῷ», Αισχύλ.)
6. παρέχω σε κάποιον κάτι («Δίκα δὲ τοῖς μὲν παθοῡσιν μαθεῑν ἐπιρρέπει», Αισχύλ.).