παραβοηθώ

Revision as of 18:05, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

Greek Monolingual

-έω, Α
1. έρχομαι σε βοήθεια κάποιου («ἦσαν δὲ καὶ τοῖς Κορινθίοις... πολλοὶ τῶν βαρβάρων παραβεβοηθηκότες», Θουκ.)
2. σπεύδω με σκοπό να σώσω κάποιον
3. βοηθώ και εγώ με τη σειρά μου («βοηθοῡντά τε... τοὺς ἄλλους οἰκείους, τοὺς δ' αὖ παραβοηθοῡντας», Πλάτ.)
4. φρ. «παραβοηθῶ τινι πρός τινα» — τρέχω να βοηθήσω κάποιον εναντίον άλλου.