φυρτίζεσθαι

Revision as of 18:18, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

English (LSJ)

τὸ παίζειν συνεστραμμένοις φυροῖς τοῖς ἱματίοις, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ παίζειν συνεστραμμένοις φοροῑς τοῖς ἱματίοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. φύρω και έχει πιθ. σχηματιστεί μέσω του ρηματ. επιθ. φυρτός, το οποίο απαντά μόνο ως β' συνθετικό (πρβλ. αἱμό-φυρτος), καθώς και στον τ. του Ησύχ. φυρτοῖσιν·... συμπεφυρμένοις].