φυρτίζεσθαι
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
τὸ παίζειν συνεστραμμένοις φυροῖς τοῖς ἱματίοις, Hsch.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ παίζειν συνεστραμμένοις φοροῖς τοῖς ἱματίοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. φύρω και έχει πιθ. σχηματιστεί μέσω του ρηματ. επιθ. φυρτός, το οποίο απαντά μόνο ως β' συνθετικό (πρβλ. αἱμόφυρτος), καθώς και στον τ. του Ησύχ. φυρτοῖσιν·... συμπεφυρμένοις].