δισσογραφοῦμαι και διττογραφοῦμαι (-έομαι) (Α)1. γραμμ. γράφομαι με δύο τρόπους2. (το ουδ. της μτχ. ενεστ.) το δισσογραφούμενονλέξη ή φράση αρχαίου κειμένου που απαντά με δύο διαφορετικές γραφές.[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + γραφούμαι < -γράφος.