κυφούμαι
Greek Monolingual
(Α κυφοῦμαι, -όομαι) κυφός
γίνομαι κυφός, παρουσιάζω κύφωση, καμπουριάζω («τῶν ἐξαρθρήσεων... ἔνιαι κυφοῡνται», Γαλ.).
(Α κυφοῦμαι, -όομαι) κυφός
γίνομαι κυφός, παρουσιάζω κύφωση, καμπουριάζω («τῶν ἐξαρθρήσεων... ἔνιαι κυφοῡνται», Γαλ.).