κύφωση

From LSJ

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source

Greek Monolingual

η (Α κύφωσις)
κυρτότητα της θωρακικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης προς τα πίσω που, όταν υπερβαίνει ορισμένη γωνία, αποτελεί παθολογική κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυφοῦμαι. Η λ. ως ιατρικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. kyphosis < κύφωσις.