-άω, ΜΑ1. βοώ ολόγυρα, βάζω τις φωνές και ξεσηκώνω ταραχή γύρω γύρω2. μτφ. (ενεργ. και παθ.) περιβοοῦμαι, -όομαισυκοφαντώ, διαβάλλω.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + βοῶ (< βοή)].