ξεσηκώνω
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
Greek Monolingual
1. απομακρύνω κάποιον ασκώντας πίεση, εξαναγκάζω κάποιον να φύγει βιαστικά από τον τόπο όπου βρίσκεται
2. (ιδίως σχετικά με σχέδιο ή εικόνα) αναπαριστάνω, αντιγράφω πιστά το πρωτότυπο με τη βοήθεια ημιδιαφανούς χαρτιού, ξεπατηκώνω
3. διαταράσσω, αναστατώνω («ξεσήκωσε τη γειτονιά με τις φωνές της»)
4. προκαλώ εξέγερση, υποκινώ κάποιον σε ανταρσία, σε στάση
5. παρακινώ, παροτρύνω («δεν μπορεί να διαβάσει, γιατί τήν ξεσηκώνουν οι φίλες της»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + σηκώνω].