συκοφαντώ
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
συκοφαντῶ, -έω, ΝΜΑ συκοφάντης
είμαι συκοφάντης, διατυπώνω ψευδείς κατηγορίες εναντίον κάποιου, διαβάλλω την τιμή και την υπόληψη του (α. «συκοφαντεί ασύστολα» β. «μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητε», ΚΔ)
αρχ.
1. αποσπώ χρήματα εκβιαστικά, με απειλές και με ψευδείς καταγγελίες («τριάκοντα μνᾱς ἐσυκοφάντησεν», Λυσ.)
2. επικρίνω κάποιον με στρεψοδικίες
3. (γενικά) ψέγω, κατηγορώ
4. (με ειδική σημ.) καταγγέλλω ψευδώς κάποιον ως λαθρέμπορο
5. δίνω ψευδή γνώμη ή συμβουλή
6. διαστρέφω την αλήθεια, στρεψοδικώ
7. διεγείρω κάποιον ερωτικά
8. κάνω τον ταχυδρόμο.