τρικότυλος

Revision as of 18:10, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡνται" to "οῦνται")

English (LSJ)

ον (η, ον Inscr.Délos 1432 Ab ii 30 (ii B. C.)), A holding three κοτύλαι, Ar.Th.743, Dionys.Com.5, Men.324. II οἶνος τ. costing an obol for three κοτύλαι, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκότῠλος: -ον, ὁ χωρῶν τρεῖς κοτύλας, Ἀριστοφ. Θεσμ. 743, Διονύσιος ὁ Σινωπεὺς ἐν «Σωζούσῃ» 1, Μένανδρ. ἐν «Μηναγύρτῃ» 2. ΙΙ. οἶνος τρ., «οὗ τρεῖς κοτύλαι ὀβολοῦ πωλοῦνται» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και -ύλη, Α
1. αυτός που χωρεί τρεις κοτύλες
2. (κατά τον Ησύχ.) «οἶνος τρικότυλος
oὗ τρεῑς κοτύλαι ὀβολοῡ πωλοῦνται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κότυλος (< κοτύλη «μέτρο χωρητικότητας υγρών»), πρβλ. δι-κότυλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρικότυλος -ον [τρι -, κοτύλη] met een inhoud van drie kotylai.

Russian (Dvoretsky)

τρῐκότῠλος: содержащий три котилы (т. е. 0.822 л) Arph., Men.