θυηπολώ

Revision as of 08:35, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")

Greek Monolingual

θυηπολῶ, -έω (Α) θυηπόλος
1. ασχολούμαι με θυσίες, είμαι θυηπόλος
2. (μτθ.) θυσιάζω κάτιγέρας βρότειον τῷ Κρόνῳ θυηπολεῖν», Σοφ.
3. παθ. θυηπολούμαι
γεμίζω από θυσίες, είμαι γεμάτος από προσφορές θυσιών («θυηπολεῑται δ' ἄστυ μάντεων ὕπο» — η πόλη είναι γεμάτη θυσίες από τους μάντεις, Ευρ.).