άδεσμος

Revision as of 08:40, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἄδεσμος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται σε περιορισμό ή υπό επιτήρηση δίχως δεσμά ή φρουρούς («ὁ δεκεῖνον μὲν ἐν ἀδέσμῳ φυλακῃ εἶχε», Θουκ. 3, 34)
πρβλ. και το λατ. libera ή liberalis custodia
2. ανοιχτός
3. αυτός από τον οποίο έχει αφαιρεθεί ο επίδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + δεσμός.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδέσμιος.