ενδιάκειμαι

Revision as of 08:50, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")

Greek Monolingual

ἐνδιάκειμαι (Α)
είμαι τοποθετημένος σε κάτι («ἐνδιέκειντο δὲ ταῖς σχοινίσι... λίθοι πολυτελεῑς»).