ενδιάκειμαι
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
Greek Monolingual
ἐνδιάκειμαι (Α)
είμαι τοποθετημένος σε κάτι («ἐνδιέκειντο δὲ ταῖς σχοινίσι... λίθοι πολυτελεῖς»).