ἐνδιάκειμαι
From LSJ
English (LSJ)
Pass.,
A to be set in, λίθοι σχοινίσιν ἐ. J.AJ12.2.
9 ἐνδια-κειμένως, Adv. = ἐνδιαθέτως, λέγειν τι Hermog.Id.2.7.
Spanish (DGE)
estar colocado, estar incrustado de piedras preciosas ἐνδιέκειντο δὲ ταῖς σχοινίσιν τῆς τορείας λίθοι πολυτελεῖς I.AI 12.66.
German (Pape)
[Seite 833] (s. κεῖμαι), darin liegen, sein, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδιάκειμαι: παθ., εἶμαι τεθειμένος ἔν τινι πράγματι, ἐνδιέκειντο δὲ ταῖς σχοινίσι τῆς τορείας λίθοι πολυτελεῖς Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 9.
Greek Monolingual
ἐνδιάκειμαι (Α)
είμαι τοποθετημένος σε κάτι («ἐνδιέκειντο δὲ ταῖς σχοινίσι... λίθοι πολυτελεῖς»).