ἐπαποκτείνω

Revision as of 08:54, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")

English (LSJ)

A kill besides, D.C.49.23:—also ἐπαπο-κτιννύω, Aristid. Or.25(43).23.

German (Pape)

[Seite 904] dabei, ἐπὶ τούτῳ, tödten, D. Cass. 49, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαποκτείνω: ἀποκτείνω, φονεύω τινὰ μετ’ ἄλλον, καὶ αὐτὸν ἐκεῖνον δυσανασχετοῦντα ἐπὶ τούτῳ ἐπαπέκτεινε Δίων Κ. 49. 23.

Greek Monolingual

ἐπαποκτείνω και ἐπαποκτιννύω (Α)
σκοτώνω κάποιον μετά από κάποιον άλλο («αὐτὸν ἐκεῖνον δυσανασχετοῦντα ἐπὶ τούτῳ ἐπαπέκτεινε», Δίων Κάσα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αποκτείνω «σκοτώνω»].