υμέτερος

Revision as of 09:00, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")

Greek Monolingual

-έρα, -ο / ὑμέτερος, -έρα, -ον, ΝΜΑ
(κτητ. αντων.) (λόγ. τ.)
1. αυτός που ανήκει σε εσάς ή αυτός που προέρχεται από εσάς, ο δικός σας (α. «όλως υμέτερος» β. «ταῖς ὑμετέραις πόλεσι», Πλάτ.)
2. (σπαν. αντί του σός) δικός σου
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑμέτερον
όσον αφορά το δικό σας μέρος, εσείς
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑμέτερα
πράγματα ή κτήματα που σάς ανήκουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑμε- του ὑμεῖς + κατάλ. -τερος (πρβλ. ἡμέ-τερος)].