δικός

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

και ιδικός και εδικός, -ή και -ιά, -ό (AM ιδικός, -ή, -όν)
ισοδυναμεί με κτητική αντωνυμία
1. συγγενής, οικείος, στενός φίλος
2. (με τις προσωπ. αντων. μου, σου, του ή της, μας, σας, τους) (για πρόσ.) συγγενής ή στενός φίλος, συνεργάτης κ.λπ.
3. (με το ουδ. άρθρου και την προσωπ. αντων.) το δικό μου, σου κ.λπ.
ιδιότητες που ανήκουν αποκλειστικά σε κάποιον («η καημένη η αλεπού τα δικά της δίνει αλλού»)
4. φρ. «έχει το δικό του» — έχει περιουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δικός < αρχ. ιδικός < ίδιος, ο διαλεκτ. τ. εδικός με παρετυμολογική επίδραση τών εμού, εσού].