ξενοπαθώ

Revision as of 14:18, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

Greek Monolingual

ξενοπαθῶ, -έω (Α)
ενοχλούμαι από κάτι παράξενο και ασυνήθιστο («ὥσπερ οἱ πῶλοι τοὺς συνήθεις ἐπιβάτας ποθοῦν τες, ἐὰν ἄλλον φέρωσι, πτύρονται και ξενοπαθοῡσι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -παθῶ (< -παθής < πάθος), πρβλ. δεινο-παθώ].