εξειλώ

Revision as of 14:25, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

Greek Monolingual

ἐξειλῶ, -έω (AM) ειλώ
1. ανοίγω («ἕκαστον γοῦν

[τῶν βιβλίων] ἤν ἐξειλήσῃς, δρᾱμα οὐ μικρὸν εὑρήσεις», Λουκιαν.)
2. μέσ. ἐξειλοῦμαι
ξεφεύγω («τὸ ψυχάριον ἀπὸ τοῦ σώματος ἐξειλεῑται», Μάρκ. Αυρήλ.)
3. απομακρύνομαι, ξεκόβω.