δαπανώ

Revision as of 15:30, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM δαπανῶ, -άω) δαπάνη
1. ξοδεύω, καταναλίσκω χρήματα ή άλλα είδη
2. σπαταλώ, αφήνω να χάνεται κάτιδαπανώ τον καιρό μου»)
αρχ.-μσν.
1. φθείρω, καταστρέφω («τὰ δάκρυα δαπανοῦν με», «φλὸξ δαπανᾷ πάντα»)
αρχ.
αναγκάζω κάποιον να κάνει έξοδα.