οκέλλω

Revision as of 17:15, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " »" to "»")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ὀκέλλω (Α)
1. (για ναύτη) ρίχνω το πλοίο στην ξηρά
2. (για πλοίο) πέφτω στην ξηρά, προσαράζω
3. μτφ. φτάνωἄλγημα... ἐς γλουτὸν ἢ ὀσφὺν ὀκέλλει», Αρετ.)
4. (με ηθ. σημ.) παραστρατώ («ὤκειλαν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾱς σωφροσύνης», Νικόλ. Δαμ.)
5. φρ. «ὀκέλλω πλοῦν» — διευθύνω το πλοίο ως πηδαλιούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κέλλω.