τρισάσμενος

Revision as of 22:55, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")

English (LSJ)

η, ον, A thrice-pleased, most willing, X.An.3.2.24.

Greek (Liddell-Scott)

τρισάσμενος: -η, -ον, ὁ τρὶς ἄσμενος, προθυμότατος, τρισάσμενος ταῦτ’ ἐποίει Ξεν. Ἀν. 3. 2, 24, Ἐφραὶμ Καισ. 4545.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui fait qch très volontiers.
Étymologie: τρίς, ἄσμενος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
προθυμότατος («καὶ ἡμῖν γ' ἂν οἶδ' ὅτι τρισάσμενος ταῡτ' ἐποίη», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ἄσμενος «ευτυχής»].

Greek Monotonic

τρισάσμενος: -η, -ον, τρεις φορές ευχαριστημένος, τρεις φορές πρόθυμος, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισ-άσμενος -η -ον heel graag, pers. constr.: ἡμῖν ἂν... τρισάσμενος ταῦτ ’ ἐποίει voor ons zou hij dat heel graag doen Xen. An. 3.2.24.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσάσμενος: трижды довольный: οἶδ᾽ ὅτι τ. ταῦτ᾽ ἐποίει Xen. знаю, что он сделал бы это с величайшим удовольствием.

Middle Liddell

τρισ-άσμενος, η, ον
thrice-pleased, most willing, Xen.