κυβευτήριον

Revision as of 12:20, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ηλεῑ" to "ηλεῖ")

English (LSJ)

τό, A gambling house, gambling-house, Plu.2.621b, Poll.7.203, D.C. 65.2.

German (Pape)

[Seite 1522] τό, Ort zum Würfelspielen, Spielhaus, Plut. Symp. 1, 4, 3; neben καπηλεῖα genannt, D. Cass. 65, 2.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβευτήριον: τό, «τόπος ἐστὶ τὸ κυβευτήριον εἰς ὃν συνερχόμενοι κυβεύουσιν» (Λεξιλ. Ρητ.) Πλουτ. 2. 621Β, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
maison de jeu.
Étymologie: κυβεύω.

Greek Monolingual

κυβευτήριον, τὸ (Α) κυβεύω
τόπος όπου έπαιζαν ζάρια («περὶ καπηλεῖα καὶ περὶ κυβευτήρια ἐσπουδακώς», Δίων Κάσσ.).

Russian (Dvoretsky)

κῠβευτήριον: τό игорный дом Plut.