ὀμφαῖος

Revision as of 12:50, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

α, ον, (ὀμφή)
A prophetic, oracular, πέτρη Nonn.D.9.284, al.
II Ὀμφαίη, ἡ, as a goddess, Emp.123.3.

German (Pape)

[Seite 342] eine vorbedeutende Stimne, ein Wahrzeichen gebend, wahrsagend, Nonn. D. 9, 283. 12, 42.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφαῖος: -α, -ον, (ὀμφὴ) προφητικός, προλέγων, Νόνν. Δ. 9. 284 κ. ἀλλ.· - Ὀμφαίη, ἡ, ὡς θεά, Ἐμπεδ. 28.

Greek Monolingual

ὀμφαῖος, -αία, -ον, θηλ. και ὀμφαίη (Α) ομφή
1. αυτός που προμαντεύει, προφητικός
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ὀμφαίη
(σε προσωποποίηση) θεά της μαντικής.